πατριαρχεύω

πατριαρχεύω
πατριαρχεύω ρ. αμετβ.
быть патриархом, патриаршествовать

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πατριαρχεύω" в других словарях:

  • πατριαρχεύω — ΝΜ, και πατριαρχῶ, έω, Μ [πατριάρχης] είμαι πατριάρχης ή εκτελώ τα καθήκοντα τού πατριάρχη, σε περίπτωση θανάτου, απουσίας ή κωλύματος …   Dictionary of Greek

  • πατριαρχεύω — πατριάρχεψα, είμαι πατριάρχης ή κάνω τον πατριάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριαρχώ — πατριαρχῶ, έω Μ [πατριάρχης] πατριαρχεύω …   Dictionary of Greek

  • προπατριαρχεύω — Μ [πατριαρχεύω] είμαι πατριάρχης από πριν ή πριν από κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»